Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Αφιέρωμα στην Κική Δημουλά



Μιχάλης Σφακιανάκης, Β3

Σημείο αναγνωρίσεως, Κική Δημουλά

Στολίζεις κάποιο πάρκο.                 
Από μακριά εξαπατάς.
Θαρρεί κανείς πώς έχεις ελαφρά ανακαθήσει
να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο πού είδες,
πώς παίρνεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο:
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου
μ’ ένα σκοινί μαρμάρινο
κι η στάση σου είναι η θέλησή σου
κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις
την αγωνία του αιχμάλωτου.
Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη:
αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς
ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα είναι τα χέρια σου.
Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.
Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξει
στην πορεία των μαρμάρων,
αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνες
για ελευθερίες και ισότητες,
όπως οι δούλοι,
οι νεκροί
και το αίσθημά μας,
εσύ θα πορευόσουνα
μες στην κοσμογονία των μαρμάρων
με δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,                                                                        
                                                                                                                                                                    
εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης
κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων,
καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, πού έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,
σε λέω γυναίκα.

Σε λέω γυναίκα
γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.



Φεύγεις…
Φεύγεις και σε χάνω.
Φεύγεις και δεν μπορώ να ανασάνω.
Θέλω να σε ονειρευτώ
μήπως και σε αισθανθώ.
Αλλά μόνο η σκιά σου έχει απομείνει
Και όλες οι χαρές μου έχουν μικρύνει.
Χάνεσαι όλο και πιο μακριά
και πώς να ζήσω πια;
Δεν μπορώ να σε αγγίξω
και την αγάπη μας να ξαναζήσω.
Μιλώ για σένα όπου βρεθώ
αλλά λιγότερο όσο περνάει ο καιρός.
Θέλω να σε ξαναδώ.
Αν φύγεις θα καταστραφώ.
Γιατί δεν επιστρέφεις;
Να μπορώ να σε αγκαλιάζω
και να μην δειλιάζω.
Γύρνα πίσω , σε παρακαλώ
να μπορώ να ονειρευτώ.
Να μπορώ να ζω.
Όμως φεύγεις…
  Λιουδάκη Ιωάννα, Β2

Κική Δημουλά
Οι λέξεις είναι κομμάτια από χρυσό
που περιμένουν να αξιοποιηθούν επαρκώς
προτού μεταβούν στην αιωνιότηταž
και μία -μόνο μία- εξ αυτών δύναται να κλείσει
ολάκερη πορεία ανθρώπινου πολιτισμούž μία -πάλι, μόνο μία-
δύναται να κλείσει τα μάτια ασημνιάς ψυχής.

Οι λέξεις ταξιδεύουν στον ουρανό
στο βυθό, στις άκρες άσχημου μονοπατιού
πριν πνεύσουν τα λοίσθια της αγάπηςž
και οι απώλειες τις αναπλάθουν γοερά,
όλες οι θλίψεις τις κυνηγούν συνέχεια κι ανελέητα
ενώ εκείνες ανεβαίνουν και γίνονται δυσθεώρητες.

Νικόλαος Αυγουστινάτος, Β1