Μιχάλης Σφακιανάκης, Β3 |
Σημείο αναγνωρίσεως, Κική Δημουλά
Στολίζεις κάποιο πάρκο.Από μακριά εξαπατάς.Θαρρεί κανείς πώς έχεις ελαφρά ανακαθήσεινα θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο πού είδες,πώς παίρνεις φόρα να το ζήσεις.Από κοντά ξεκαθαρίζει το όνειρο:δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σουμ’ ένα σκοινί μαρμάρινοκι η στάση σου είναι η θέλησή σουκάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγειςτην αγωνία του αιχμάλωτου.Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη:αιχμάλωτη.Δεν μπορείςούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.Δεμένα είναι τα χέρια σου.Και δεν είν’ το μάρμαρο μόνο ο Άργος.Αν κάτι πήγαινε ν’ αλλάξειστην πορεία των μαρμάρων,αν άρχιζαν τ’ αγάλματα αγώνεςγια ελευθερίες και ισότητες,όπως οι δούλοι,οι νεκροίκαι το αίσθημά μας,εσύ θα πορευόσουναμες στην κοσμογονία των μαρμάρωνμε δεμένα πάλι τα χέρια, αιχμάλωτη.
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσεστο μάρμαρο ο γλύπτηςκι υπόσχονται οι γοφοί σουευγονία αγαλμάτων,καλή σοδειά ακινησίας.Για τα δεμένα χέρια σου, πού έχειςόσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,σε λέω γυναίκα.Σε λέω γυναίκαγιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.
Φεύγεις…
Φεύγεις και σε χάνω.
Φεύγεις και δεν μπορώ να ανασάνω.
Θέλω να σε ονειρευτώ
μήπως και σε αισθανθώ.
Αλλά μόνο η σκιά σου έχει απομείνει
Και όλες οι χαρές μου έχουν μικρύνει.
Χάνεσαι όλο και πιο μακριά
και πώς να ζήσω πια;
Δεν μπορώ να σε αγγίξω
και την αγάπη μας να ξαναζήσω.
Μιλώ για σένα όπου βρεθώ
αλλά λιγότερο όσο περνάει ο καιρός.
Θέλω να σε ξαναδώ.
Αν φύγεις θα καταστραφώ.
Γιατί δεν επιστρέφεις;
Να μπορώ να σε αγκαλιάζω
και να μην δειλιάζω.
Γύρνα πίσω , σε παρακαλώ
να μπορώ να ονειρευτώ.
Να μπορώ να ζω.
Όμως φεύγεις…
Λιουδάκη Ιωάννα, Β2
Κική ΔημουλάΟι λέξεις είναι κομμάτια από χρυσόπου περιμένουν να αξιοποιηθούν επαρκώςπροτού μεταβούν στην αιωνιότητακαι μία -μόνο μία- εξ αυτών δύναται να κλείσειολάκερη πορεία ανθρώπινου πολιτισμού μία -πάλι, μόνο μία-δύναται να κλείσει τα μάτια ασημνιάς ψυχής.Οι λέξεις ταξιδεύουν στον ουρανόστο βυθό, στις άκρες άσχημου μονοπατιούπριν πνεύσουν τα λοίσθια της αγάπηςκαι οι απώλειες τις αναπλάθουν γοερά,όλες οι θλίψεις τις κυνηγούν συνέχεια κι ανελέηταενώ εκείνες ανεβαίνουν και γίνονται δυσθεώρητες.Νικόλαος Αυγουστινάτος, Β1