ΠΟΙΗΣΗ


ΞΕΣΠΑΣΜΑ

-Άγαλμα δώσ’ μου μια χούφτα ηρωισμό από τότε,
που το ιππικό αυτών ετοιμαζόταν για μάχη,
κι οι άνθρωποι οι ντόπιοι ρωτούσαν το «πότε»
Σε έναν κόσμο που ‘μοιαζε να έπαθε συνάχι…

Δώσε μου και το θάρρος και την βεβαιότητά τους
έναντι ενός θηρίου που ‘λεγαν «δε νικιέται»,
θέλω να γευτώ από την αιωνιότητά τους
επιθυμώ και το πείσμα που με τίποτα δεν χαλιέται!

{Κόντρα στα στοιχήματα
  και στο ενάντιο σχήμα
  έπλασαν σκιρτήματα
  που ανέτρεψαν το κλίμα}   [Επωδός]

Και συ, ναέ, δώσε μου ένα μέρος της σκέψης (τους)
διαποτισμένο με ιδέες κατά των τυράννων,
μη φοβούμενο τον ήχο εχθρικών δικάννων:
«Τίποτα δεν είν’ αδύνατο αν σ’ αυτό πιστέψεις!»

-Άγαλμα δώσ’ μου μια χούφτα ηρωισμό από τότε,
που το ιππικό αυτών ετοιμαζόταν για μάχη,
σ’ έναν κόσμο που έμοιαζε να έπαθε συνάχι
κι οι άνθρωποι οι ντόπιοι ρωτούσαν το «πότε»…    (Χ2)

[Επωδός (Χ2)]

Στίχοι: Τίτος Μητρετώδης (ψευδώνυμο)
Σύνθεση: Τίτος Μητρετώδης
Μουσική: Τίτος Μητρετώδης\

ΡΕΚΒΙΕΜ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ

«Αλοίμονο! Καταστράφηκε ξανά η πατρίδα!
Πάνω που ελέγαμε "ήρθε σωτηρίας σανίδα",
ενώ οι ομοεθνείς μαλώναν για τη βοήθεια
πέσαν οι οχτροί – αμάν! – αυτή ΄ναι η αλήθεια!»

«Αλοίμονο! Αποχαιρετούμε τις μικρές ελιές,
στο θρήνο μας συνέβαλαν της Δύσης οι πινελιές…
Γεχαβά, Ιησού, Αλλάχ, προστατέψτε τους πιστούς·
φροντίστε να μην έχουμε και μεις θανάτους φρικτούς!»

Νικόλαος Αυγουστινάτος, Β1


4891

Πικρές μας έρχονται ‘στορίες από αναμνήσεις
από τα δύσκολά μας χρόνια, από τα παιδικά,
οπούθε δε μας έδιναν καθόλου απαντήσεις
σε ερωτήματα που μας βασάνιζαν συχνά.

Μας φωνάζαν «τι ζητάτε μικροί χαμένοι;
Θα σας έχουν φουσκώσει οι φιλίες σας τα μυαλά!
Να διδάσκεσθε δεν είσασθε υποχρεωμένοι,
άντε πάρτε το νου σας από πράγματα ανιαρά».



Να μην γνωρίζαμε, να μην καν ψάχναμε μας μάθαν
έλεγαν «δουλειά – μεροκάματο είναι η ζωή».
Το πολύ μας έλεγαν για τ’ Αλεξάνδρου την σπάθαν
ή με ποιο ανοίγει η τηλεόραση κουμπί.                     (Χ2)

Νικόλαος Αυγουστινάτος, Β1

Το τέλος για έναν θαλασσοπόρο

-Έχοντας δει τόσες και τόσες άλλες πολιτείες
κερδίζοντας εχθρούς, θεούς, καυχήματα και τιμές
έσβησε ο πολυμήχανος μες σε ησυχίες
στο παλάτι του ψάχνοντας μνήμες παρελθοντικές.

«Πώς έφθασα» αναρωτιόταν «πώς έφθασα εδώ;
Είκοσι χρόνους αποστολών και ρήγας να γίνω;
Κίρκη, Καλυψώ, Πηνελόπη να τις ερωτευθώ;»
στοχαζόταν μέσα του το δειλινό εκείνο.

«Κάποιος ξένος δάκτυλος θα με κούρδιζε γερά,
μην ήταν βούληση του Δία ή κάποιου άλλου;»
-Όχι, Κανένα μουž φοβάμαι πως λανθάνεις ξερά,
μπόρεσες λόγω της δύναμής σου και του κάλλους.

Ο Λαερτιάδης χάθηκε και για άλλες στεριές
το ερείπιο το καράβι του πλώρ’ ήδη βάζει.
Η πείρα τώρα δεν μετρά· όλα πια είναι σκιές
και πόνοι, πίκρες που σταθερά ο καιρός στοιβάζει.

Στίχοι: Περικλής Καρβουνιάρης
Σύνθεση: Περικλής Καρβουνιάρης


1 σχόλιο: