Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

«ΤΗΛΕΚΟΥΒΕΝΤΟΥΛΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΑΚΡΙΒΟ»


Την Παρασκευή 22 Μαϊου 2020 η Β΄ τάξη του Λυκείου μας είχε την τιμή και τη χαρά να γνωρίσει τον Βολιώτη συγγραφέα Κώστα Ακρίβο μέσω μιας τηλεδιάσκεψης. Η πρωτοβουλία ανήκε στη φιλόλογό μας, κ. Μαρία Πέππα. Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ασχοληθήκαμε το διάστημα της καραντίνας λόγω Κορονοϊού με το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Ακρίβου «Γάλα Μαγνησίας». Ήταν, λοιπόν, μεγάλος ο ενθουσιασμός που μας κατέλαβε όταν ενημερωθήκαμε για την τηλεσυνάντηση. Προετοιμάσαμε ορισμένες ερωτήσεις που αφορούσαν τόσο το συγκεκριμένο βιβλίο όσο και τη διαδικασία της συγγραφής, αλλά και την αξία της λογοτεχνίας γενικότερα, τις οποίες ο συγγραφέας φάνηκε πρόθυμος να απαντήσει με αμεσότητα και άνεση κάνοντας έτσι την όποια αγωνία, αμηχανία και επιφύλαξη αισθανόμασταν πριν τη συνάντηση να εξαφανιστεί.


Η συζήτησή μας με τον Κ. Ακρίβο
-Η ιστορία του μυθιστορήματος βασίζεται σε κάποιο πραγματικό γεγονός; Τα πρόσωπα είναι πραγματικά; Υπάρχουν στοιχεία που είναι πραγματικά και ποια είναι αυτά;
-Αυτό είναι ένα θεμελιώδες ερώτημα που υπάρχει γενικότερα στον χώρο της λογοτεχνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, στο «Γάλα Μαγνησίας», η ιστορία διαδραματίζεται το 1974-5, οπότε εγώ φοιτούσα στις τελευταίες τάξεις του εξατάξειου γυμνασίου, όμως είναι καθαρά προϊόν της δικής μου φαντασίας. Υπάρχουν παρόλα αυτά κάποια στοιχεία που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως το εκκλησιαστικό οικοτροφείο και το πώς λειτουργούσε, τα σχολεία, οι δρόμοι του Βόλου και οι περιοχές.

-Ποια ήταν τα συναισθήματά σας όταν τελειώσατε το βιβλίο;
-Το πρώτο αίσθημα που έχεις γενικά όταν τελειώνεις τη συγγραφή ενός βιβλίου είναι η ανακούφιση. Σαν να έφτασες στο τέλος ενός μαραθωνίου δρόμου. Παρόλα αυτά την ανακούφιση διαδέχεται η λύπη, γιατί όλοι αυτοί οι χαρακτήρες που εσύ ανέστησες και σου έκαναν παρέα και πέρασες μαζί τους ένα κομμάτι από την αληθινή σου ζωή έχουν φύγει πλέον από τα χέρια σου και δεν ανήκουν πια σε εσένα, αλλά στους αναγνώστες. Έτσι αισθάνθηκα και με το συγκεκριμένο βιβλίο. Πέρασα καλά γράφοντάς το, μου κάνανε καλή παρέα αυτά τα 4 ζωηρά παιδιά με τις πράξεις και τα λόγια τους, τις ζαβολιές, τις αταξίες και τον εφηβικό τους χαρακτήρα, αλλά δυστυχώς κάθε τι καλό έχει κι ένα τέλος. Βέβαια να μην ξεχνάμε ότι ένα  τέλος σηματοδοτεί και μια νέα αρχή.

–Πώς εμπνευστήκατε το βιβλίο «Γάλα Μαγνησίας»;
-Θα σας πω τώρα μία αλήθεια. Ήμουν κι εγώ τρόφιμος στο συγκεκριμένο εκκλησιαστικό οικοτροφείο και μαθητής στο 1ο  Γυμνάσιο αρένων Βόλου. Από όταν άρχισα να γράφω βιβλία ήθελα κάποια στιγμή να γράψω για το παρελθόν μου και για το πώς πέρασα στο οικοτροφείο. Και πραγματικά πριν από αρκετά χρόνια άρχισα να κρατάω σημειώσεις, τι θυμόμουν από γεγονότα, καταστάσεις και πρόσωπα, τους άλλους συνοικοτρόφους, με ποιους έκανα παρέα, πώς μας φερόντουσαν οι προϊστάμενοι και οι διευθυντές. Κι έτσι όλο αυτό το υλικό το συγκέντρωσα, όμως ξέφυγα από την πραγματικότητα, άλλαξα τα πρόσωπα και πρόσθεσα επεισόδια που δεν είχαν συμβεί στ’ αλήθεια, προκειμένου να γίνει πιο έντονη η δράση και εφόσον ήθελα να γράψω μυθοπλασία. Έτσι έδωσα στους χαρακτήρες μια ζωή που λίγο πολύ ταίριαζε και με τη δική μου ζωή ως οικότροφου εκείνα τα χρόνια.

-Πώς εμπνευστήκατε τον τίτλο του βιβλίου «Γάλα Μαγνησίας»;
-Στην κυριολεξία το γάλα μαγνησίας είναι ένα φαρμακευτικό σκεύασμα που το πίνει όποιος έχει προβλήματα με το στομάχι ή το έντερό του, να καθαρίσει γενικά το μέσα του. Το όνομά του έχει περάσει έτσι, όμως κανονικά θα έπρεπε να λέγεται αυτό το σκεύασμα «γάλα μαγνησίου», γιατί στηρίζεται σ’ αυτό το χημικό στοιχείο, το μαγνήσιο. Και πραγματικά αν μπεις σε ένα φαρμακείο και ζητήσεις «γάλα μαγνησίας» δεν θα σου δώσουν το βιβλίο μου, αλλά αυτό το μπουκαλάκι. Τώρα όσον αφορά τον τίτλο, το γάλα παραπέμπει στην παιδική-εφηβική ηλικία και το «Μαγνησίας» ταιριάζει με την ταυτότητα και τον τόπο καταγωγής και των  4 παιδιών αλλά και εμένα, αφού ο Βόλος είναι η πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας. Βέβαια ο τίτλος σχετίζεται και με το φαρμακευτικό προϊόν με την έννοια ότι τα αγόρια, ως ενήλικες πλέον  ξαναθυμούνται το παρελθόν τους, σαν κάτι να καθάρισε τη μνήμη τους κι αυτό το κάτι εγώ το βάζω μεταφορικά να είναι το γάλα μαγνησίας.

- Σας δυσκόλεψε καθόλου στη συγγραφή το γεγονός ότι οι χαρακτήρες είναι έφηβοι;
-Πολύ εύστοχη ερώτηση! Ο βασικός αφηγητής είναι ο Ζερβής όταν είναι σε μεγάλη ηλικία, δηλαδή 50+, που θυμάται το παρελθόν του στο οικοτροφείο, αλλά δεν ήθελα να τον βάλω να αφηγείται  τα γεγονότα με τη φωνή ενός πενηντάρη που νοσταλγεί τα περασμένα και με το λεξιλόγιο ενός ενήλικα ανθρώπου. Ήθελα μεν να έχει αυτό το ηλικιακό στίγμα, αλλά και να προσπαθεί να θυμηθεί πώς μιλούσε τότε, ως έφηβος. Κι αυτό ναι, ήταν κάτι που με δυσκόλεψε αρκετά, αφού έπρεπε να βάλω σε έναν πενηντάρη τη φωνή ενός 17χρονου που δεν έχει αυτόν τον καθοσπρεπεισμό ενός μεγάλου και θα πετάξει και μια βρισιά, κάτι που είναι βέβαια τελείως λογικό όσον αφορά τη γλώσσα ενός παιδιού, ενός εφήβου της σημερινής ή και εκείνης της εποχής.

-Όταν γράφετε ένα βιβλίο είναι δύσκολο να επιστρέψετε στην κανονική σας ζωή;
-Ουσιαστικά ζεις δύο ζωές. Έτσι λειτουργεί ένας συγγραφέας σε μια κατάσταση «ελεγχόμενης σχιζοφρένειας» θα λέγαμε.

-Θέλατε πάντα να γίνετε συγγραφέας;
-Το όνειρό μου ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής. Έπαιζα μπάλα ακόμη κι όταν πέρασα στη Φιλοσοφική Σχολή. Αλλά όταν γυρνούσα στο σπίτι εξουθενωμένος απ’ το ποδόσφαιρο για να χαλαρώσω διάβαζα πάντα ένα βιβλίο. Κάποια στιγμή μου άρεσε η ιδέα οι ιστορίες, που πλάθονταν στο μυαλό μου μέσω των βιβλίων, να γράφονται απ’ το δικό μου χέρι, με τις δικές μου λέξεις.

-Ποιος θα ήταν ο λόγος για να μη γίνει το βιβλίο σας «Γάλα Μαγνησίας» ταινία;
-Είναι άλλη η γλώσσα της λογοτεχνίας και άλλη η γλώσσα του κινηματογράφου. Διαβάζοντας ένα βιβλίο κατακτάς την απόλυτη ελευθερία, είσαι ο σκηνοθέτης της φαντασίας σου.

-Τι συμβουλές θα δίνατε σε κάποιον που θέλει να γίνει συγγραφέας;
-Να έχει πάντα μαζί του ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι, για να σημειώνει ό, τι πέφτει στην αντίληψή του και να βρίσκει χρόνο να διαβάζει.

Κατά τη διάρκεια της «τηλεκουβεντούλας μας», όπως εύστοχα τη χαρακτήρισε ο κύριος Ακρίβος, ο συγγραφέας έλυσε τις απορίες μας περί συγγραφής αναφέροντας διαρκώς προσωπικές του στιγμές, γεγονότα και εμπειρίες (όπως για παράδειγμα το παιδικό του όνειρο να γίνει ποδοσφαιριστής) αποπνέοντας ένα αίσθημα οικειότητας. Οι εμπειρίες αυτές μας εξομολογήθηκε ότι αποτέλεσαν αρκετές φορές την πρώτη ύλη για να πλάσει τις ιστορίες του. «Πάντοτε ένας συγγραφέας παιδεύεται και θέλει να βγάλει προς τα έξω τα δυνατά του βιώματα, όχι όμως με δημοσιογραφικό τρόπο, αλλά έτσι ώστε ο αναγνώστης να ταξιδέψει  μαζί με τον συγγραφέα και να συμμεριστεί τις αγωνίες του», υπογράμμισε με νόημα ο κ. Ακρίβος. Για να πλάσει όμως ένας συγγραφέας μια ιστορία με τρόπο λογοτεχνικό, εξίσου σημαντικό ρόλο με τα βιώματα διαδραματίζει και η αυτοσυγκέντρωση. Όπως τόνισε ο κ. Ακρίβος ,η συγγραφή είναι μια γοητευτική διαδικασία που απαιτεί πολύ κόπο και χρόνο. «Το παίζεις μικρός θεός. Με μοναδικό εφόδιο τις λέξεις δημιουργείς ένα σύμπαν και ταξιδεύεις τους αναγνώστες σε χώρο και χρόνο», χαρακτηριστικά ανέφερε. «Γι’ αυτό όποιος έχει αναλάβει ένα τέτοιο έργο είναι σημαντικό να αποφεύγει τους περισπασμούς, να έχει υπομονή, εργατικότητα και πειθαρχία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όποιος πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις θα είναι απαραίτητα και επιτυχημένος». Ο κ. Ακρίβος επιβεβαίωσε το γεγονός ότι πολύ συχνός για τους συγγραφείς είναι «ο τρόμος της λευκής σελίδας»,  ο οποίος όμως αντιμετωπίζεται, εάν υπάρχει εξ αρχής άρτια οργάνωση και καλός σχεδιασμός του αφηγηματικού υλικού. «Το να μπεις με έναν καλό αφηγηματικό βηματισμό είναι σημαντικό, για να έχεις ένα καλό αποτέλεσμα», τόνισε.
Εκτός από τις πολύτιμες συγγραφικές συμβουλές, ο συγγραφέας μοιράστηκε μαζί μας κάτι ακόμα, τη δική του εμπειρία από τις κρίσιμες ώρες της καραντίνας. Για εκείνον οι ώρες αυτές δεν στάθηκαν εμπόδιο στη δημιουργικότητά του, το αντίθετο μάλιστα. Οι ώρες αυτές της απομόνωσης τον ωφέλησαν ιδιαίτερα στη συγγραφή του νέου του βιβλίου, καθώς κέρδισε από άποψη χρόνου και κατ’ επέκταση ποιότητας. Μας αποκάλυψε μάλιστα και το θέμα του νέου του βιβλίου που σχετίζεται με τη ζωή και τη δράση του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Αποτέλεσε λοιπόν ο συγγραφέας με τη στάση του αυτή απέναντι στην πανδημία ένα φωτεινό παράδειγμα για το πως δεν πρέπει να πτοούμαστε στις δύσκολες καταστάσεις, αλλά να εστιάζουμε στη θετική πλευρά των πραγμάτων λειτουργώντας προς όφελος του έργου μας. 

Καθώς μας αποχαιρετούσε, ο Κώστας Ακρίβος μας ευχήθηκε καλό καλοκαίρι και μας παρότρυνε να χαλαρώσουμε διαβάζοντας λογοτεχνία, κάτι στο οποίο επέμεινε βέβαια και καθ’ όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας. Επισήμανε με μια δόση πικρίας ότι παρά τις διακρίσεις και τα διεθνή βραβεία που έχει λάβει η χώρα μας και την παγκοσμίως γνωστή παράδοσή της στον τομέα της λογοτεχνίας, παρατηρείται στην Ελλάδα έλλειμμα παιδείας και αγάπης για τη λογοτεχνία. Υποστήριξε ότι είναι κρίμα που το σχολείο δεν προάγει τη φιλαναγνωσία και την ουσιαστική και σε βάθος ενασχόληση των μαθητών με τη λογοτεχνία μέσα από τη συστηματικότερη ανάγνωση ολόκληρων λογοτεχνικών έργων στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Το όφελος από την ανάγνωση λογοτεχνικών έργων είναι όχι μόνο ατομικό, αλλά και συλλογικό ,είπε χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον κ. Ακρίβο «όποιος διαβάζει λογοτεχνία σε μια εποχή που μας κατακλύζει η εικόνα ωφελείται , γιατί οξύνεται η ευαισθησία του όσον αφορά τα κοινωνικά φαινόμενα. Βλέπει με μάτι αλληλεγγύης τον Άλλον που είναι διαφορετικός και καταφέρνει να τον αποδεχτεί. Κι όταν επιθυμεί κιόλας να τον γνωρίσει και να χτίσει γέφυρες επικοινωνίας μαζί του, έχει κερδίσει μέσω της λογοτεχνίας το αίσθημα της δημοκρατικότητας».
Σε γενικές γραμμές ο κ. Ακρίβος προσπάθησε να απαντήσει στις ερωτήσεις μας λεπτομερώς, με ακρίβεια και σαφήνεια και παρά τον περιορισμένο χρόνο και τις τεχνικές δυσκολίες, τα κατάφερε με μεγάλη επιτυχία. Παρόλο που τέτοιου είδους τηλεσυναντήσεις είναι συνήθως ψυχρές και απρόσωπες, ο συγγραφέας κατόρθωσε να μετατρέψει τη συγκεκριμένη σε μια πολύ ευχάριστη, ενδιαφέρουσα και εποικοδομητική συζήτηση. Εξέφρασε μάλιστα την επιθυμία να μας γνωρίσει κι από κοντά με μια μελλοντική του επίσκεψη στον Άγιο Νικόλαο. Όλοι μας μείναμε με την προσδοκία ότι ίσως μας δοθεί η ευκαιρία κάποια στιγμή του χρόνου. Μέχρι τότε όμως θα θυμόμαστε αυτή την πρώτη εξ αποστάσεως γνωριμία μας η οποία υπήρξε μια ωφέλιμη εμπειρία. Γι’ αυτό κρίνουμε σκόπιμο να ευχαριστήσουμε θερμά τον κ. Ακρίβο ,αλλά και την κ. Πέππα, η οποία μας σύστησε όχι μόνο το λογοτεχνικό έργο του Κώστα Ακρίβου, αλλά και τον ίδιο τον συγγραφέα.  Άλλωστε δεν θα μπορούσαμε παρά να συμφωνήσουμε με την επισήμανσή της πως οι τηλεδιασκέψεις του μαθήματος της λογοτεχνίας , αλλά και η σχολική χρονιά έκλεισαν με τον πιο όμορφο τρόπο.
 Κατερίνα Μιχάκη, Β2