Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Το Πιάνο (διήγημα)

 


Πλησιάζει το πιάνο κι αρχίζει να παίζει. Έρχονται στο μυαλό του εικόνες από εκείνα τα μεσημέρια της Κυριακής, όταν καθόταν δίπλα στον πατέρα του και δεν είχε ιδέα ακόμα από πιάνο και έπαιζε μόνο ακολουθώντας τις κινήσεις των χεριών του. Πάντα πατούσε με περισσότερη δύναμη απ’ ό,τι έπρεπε τα πλήκτρα, πάντα φαινόταν η διαφορά ανάμεσα στα έμπειρα και σταθερά χέρια του πατέρα του και στα μικρά, άτσαλα δικά του, αλλά ο πατέρας του ήταν πάντα υπομονετικός και ήρεμος μαζί του. Στο πιάνο δεν τον είχε μαλώσει ποτέ, δεν του είχε φωνάξει ούτε μια φορά. Όταν έσπασε το βάζο της γιαγιάς, εκείνο με τα λουλούδια που δεν άρεσε τόσο στη μητέρα αλλά ποτέ δεν είχε μετακινηθεί από το ράφι, του απαγόρευσε να βγει από το σπίτι για ολόκληρο το Σαββατοκύριακο. Όταν έπαιζε με το ριχτάρι του καναπέ και το έσκισε άθελά του, ο πατέρας τον έβαλε να πλένει όλα τα ριχτάρια και τα τραπεζομάντηλα του σπιτιού για ένα μήνα. Το μόνο πράγμα για το οποίο δεν είχε τιμωρηθεί ποτέ ήταν τα λάθη που έκανε όταν έπαιζε το πιάνο.

Το πιάνο είχε γίνει έτσι το μόνο μέρος όπου μπορούσε να αφεθεί πραγματικά ελεύθερος, να κλείσει τα μάτια και να συγκεντρωθεί στον καθαρό ήχο που άνθιζε μέσα του και απλωνόταν και γέμιζε ολόκληρο το σπίτι, κάνοντας το τραγούδι των πουλιών και το σιγανό, ασταμάτητο μουρμουρητό της θάλασσας εκείνα τα μεσημέρια να μοιάζουν μακρινά και απόκοσμα. Ένιωθε ότι κι εκείνος γινόταν τόσο ελαφρύς και ελεύθερος όσο η μελωδία, το ένιωσε από την πρώτη κιόλας φορά που δοκίμασε να παίξει, εκείνη την πρώτη Κυριακή στην πρώτη δημοτικού, την πρώτη φορά που ο πατέρας του αντί να του πει να μην αγγίζει το πιάνο της μαμάς, τον κάλεσε να παίξουν μαζί, την πρώτη Κυριακή που η μαμά δεν ήταν πια εκεί ν’ ακούσει και να νιώσει τη μελωδία να γεμίζει ξανά με χρώμα και ζωή το σπίτι τους.

Το νιώθει πάλι, τώρα, αυτό το ελαφρύ μούδιασμα στις άκρες των δαχτύλων του, στη μέση του δάσους, και ξαφνικά του έρχεται στο μυαλό η εικόνα εκείνου του στρατιώτη, στην άλλη πλευρά, που ήταν φτυστός ο πατέρας του, και ξαφνικά τα χέρια του τρέμουν και δεν μπορεί να παίξει σωστά, αλλά συνεχίζει να πατάει τα πλήκτρα κι ας βρίσκουν την ευκαιρία κι άλλες εικόνες να συρθούν από τα πιο σκοτεινά βάθη του μυαλού του στην επιφάνεια και να τον βασανίσουν. Συνεχίζει να παίζει κι ας θυμάται τον άνδρα που ήταν φτυστός ο πατέρας του να σηκώνει το όπλο και να πατάει τη σκανδάλη, και ξαφνικά δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται τον τρόπο που τον κοιτούσε εκείνη τη στιγμή. Ήταν οίκτος, ήταν τύψεις, ήταν λύπη; Ο ώμος του έκαιγε στο σημείο που είχε χτυπηθεί και θυμάται ότι έπεφτε και έπεφτε και έπεφτε τόσο αργά που νόμιζε ότι ποτέ δεν θα προσγειωνόταν, και ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του και δεν υπήρχε μάχη, δεν υπήρχαν φωνές και ουρλιαχτά, δεν υπήρχε αίμα, και δεν υπήρχαν άλλοι στρατιώτες μαζί του, ούτε φίλοι ούτε εχθροί, αλλά βρισκόταν μόνος του σ’ αυτό το δάσος. Μόνο με εκείνο το παλιό πιάνο για συντροφιά.

“Μην βάζεις τόση δύναμη, δεν χρειάζεται τόση,” του έλεγε ο πατέρας του όταν μάθαινε ακόμα τα βασικά. Τώρα πια είχε μεγαλώσει και ήξερε να παίζει τόσο καλά όσο οι γονείς του, τώρα πια είχε φύγει και δεν είχε χρόνο για να παίζει πιάνο, και ξαφνικά σκέφτηκε όλους εκείνους που δεν είχαν ακόμα πέσει στο χώμα και προσπαθούσαν ακόμα να δουν πόσους στρατιώτες της άλλης πλευράς θα προλάβαιναν να σκοτώσουν, και αφήνει τα δάκρυα επιτέλους να πέσουν και τότε είναι που ακούει πραγματικά τη φωνή του πιάνου, που τον καλεί και του λέει ότι δεν πειράζει, ότι πέρασε τώρα, ότι είναι μόνος του τώρα και μακριά από όλους και όλα, και είναι όπως εκείνη την πρώτη Κυριακή, και ενώ ξέρει ότι δεν είναι αλήθεια, νομίζει ότι νιώθει τη ζεστασιά ενός άλλου σώματος να στέκεται δίπλα στο δικό του και να προσπαθεί κι εκείνο όπως το πιάνο να τον ηρεμήσει, να του λέει με εκείνη την ήρεμη και υπομονετική φωνή, όπως του έλεγε πάντα, την πρώτη Κυριακή και την τελευταία: “Μην βάζεις τόση δύναμη, δεν χρειάζεται τόση.”

Και ο ήχος του πιάνου γεμίζει όλο το δάσος και κάνει κάθε ήχο να μοιάζει ασήμαντος και απόκοσμος, και η μελωδία ανθίζει και απλώνεται και γεμίζει την ψυχή του και τότε ξέρει, και τότε καταλαβαίνει, και τότε κλείνει τα μάτια επιτέλους και αφήνεται, και ανοίγει τα μάτια και βρίσκεται πάλι πίσω, στο χώμα, ανάμεσα στα άλλα εκατοντάδες νεκρά σώματα, και όταν έρχεται τελικά το σκοτάδι να τον καταπιεί, δεν είναι ήσυχα, αλλά το σκοτάδι το γεμίζει εκείνη η μελωδία που λατρεύει τόσο πολύ, και, όπως συμβαίνει κάθε φορά που την ακούει, νιώθει ελαφρύς και ευτυχισμένος, σαν μικρό παιδί που δεν έχει δει ακόμα πόσο σκληρός και άσχημος μπορεί να γίνει ο κόσμος. Ελεύθερος.


Γ1, Ελευθερία Δραμητινού, Παπαχρήστου Αθηνά, Σφακιωτάκη Μαρία, Φυτρολάκη Μαρία