Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

"Σύγχρονες αλληγορίες του σπηλαίου"

Πώς θα ήταν σήμερα η "αλληγορία του σπηλαίου"; Οι μαθητές φτιάχνουν τις δικές τους ιστορίες βασισμένες στην "αλληγορία του σπηλαίου" του Πλάτωνα!



Τον 21ο αιώνα πολλοί άνθρωποι ήρθαν αντιμέτωποι με την ασθένεια του καρκίνου. Μερικοί «σώθηκαν», ενώ άλλοι συνέχισαν να υποφέρουν μέχρι να απελευθερωθεί η ψυχή τους. Ήταν μια οδυνηρή πραγματικότητα για όλο τον κόσμο. Όμως, το φως έφερε η επιστήμη και συγκεκριμένα η ιατρική. Εξειδικευμένοι δηλαδή άνθρωποι (σχετικά με τον καρκίνο) προβληματίστηκαν και εργάστηκαν σκληρά ώστε να εφεύρουν την θεραπευτική αντιμετώπιση του νοσήματος αυτού.
Αγγελική Τσαγκαράκη, Β3

Δεν ήξερα ότι οι άλλοι έβλεπαν τι κάνω, μέχρι που πήγα στο νηπιαγωγείο…
Όταν μεγαλώνεις ως το μόνο άτομο που βλέπει σε μια οικογένεια τυφλών, βιώνεις τον κόσμο διαφορετικά. Στο σπίτι μπορούσα να σκαλίζω τη μύτη μου ελεύθερα και να είμαι ο εαυτός μου, αλλά στο νηπιαγωγείο με έβλεπαν και με κατέκριναν. Ξαφνικά ένιωσα πολύ εκτεθειμένος. Όταν πήγαινα δημοτικό, τα παιδιά μου έκαναν bullying και θυμάμαι χαρακτηριστικά να με αποκαλούν «το παιδί των τυφλών». Συνειδητοποίησα ότι οι γονείς μου ήταν διαφορετικοί, όπως και εγώ, λόγω του τρόπου που μεγάλωσα. Στο γυμνάσιο, έμαθα μερικά πράγματα παραπάνω. Δεν ήξερα ότι πρέπει να κοιτάς τον άλλον στα μάτια όταν του μιλάς, μέχρι που μου το είπε κάποιος. Άλλωστε, οι γονείς μου δεν με είχαν κοιτάξει ποτέ. Εκεί έμαθα ότι η εμφάνιση μετράει και ότι δεν είχα ιδέα από μόδα. Φορούσα ακόμα ρούχα Disney από πάνω μέχρι κάτω. Οι γονείς μου δεν νοιάζονταν ποτέ για την εμφάνιση μου· δεν μπορούσαν άλλωστε. Έτσι δυσκολεύτηκα πολύ να ενσωματωθώ στον κανονικό κόσμο. Είμαι οδηγός των γονιών μου από τότε που περπατάω. Όταν με έπαιρναν από το σχολείο πάντα κρατούσα το χέρι τους. Όχι για να μην με χάσουν, αλλά γιατί χρειαζόντουσαν την βοήθεια μου. Πάντα με είχαν ανάγκη. Όμως ένιωθα ένοχος που ήμουν ο μόνος στην οικογένεια που έβλεπα. Πάντα ένιωθα ότι δεν ταίριαζα πουθενά. Ούτε σπίτι με την οικογένεια μου, ούτε έξω με τους άλλους.Τελικά βρήκα τον δρόμο μου όταν ενηλικιώθηκα. Δύσκολα μεν, αλλά τον βρήκα. Τότε βγήκα επιτέλους να γνωρίσω τι με περιμένει έξω... Η λάμψη του ήλιου με τύφλωνε.
Μάνος Χαβάκης, Β3

Μέσα σε ένα σπίτι υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι ήταν δεμένοι και δεν μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλο. Ο καθένας τους κρατούσε ένα κινητό τηλέφωνο που το χρησιμοποιούσε όπως ήθελε αυτός. Για παράδειγμα έβλεπαν πως είναι η φύση αλλά και οι άλλοι άνθρωποι. Ένας από αυτούς ελευθερώθηκε και κατάφερε να βγει έξω από το σπίτι και να δει πώς είναι η πραγματική ζωή χωρίς το κινητό. Είδε πως ήταν η φύση από κοντά, γνώρισε άλλους ανθρώπους και έκανε φίλους. Μετά σκέφτηκε πως θα ήταν ωραίο να ενημερώσει και αυτούς που ήταν ακόμη μέσα στο σπίτι. Έτσι πήγε και τους βρήκε και τους μίλησε για όλα αυτά που γνώρισε, αλλά αυτοί τον περιγέλασαν και του είπαν πως δεν υπάρχει αυτός ο κόσμος και συνέχισαν να κοιτάζουν τις οθόνες τους. Ο άνθρωπος, αν και αποκαρδιωμένος που δεν κατάφερε να τους πείσει, έφυγε χαρούμενος για τον πραγματικό κόσμο.
Μιχάλης Αφορδακός, Β1

Φανταστείτε ένα παιδί που από τότε που γεννήθηκε το κλείδωσαν σε ένα μικρό δωμάτιο που δεν έχει παράθυρα για να βλέπει τον έξω κόσμο. Στην μέση του δωματίου υπάρχει ένα τραπέζι με έναν υπολογιστή με διάφορα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Έτσι περνάνε τα χρόνια και φτάνει στην ηλικία σας. Δεν γνωρίζει πώς δείχνει, ούτε ποιος είναι, δεν ξέρει τι είναι οικογένεια ή φιλία· δε γνωρίζει τίποτα για τον αληθινό κόσμο. Ο δικός του αληθινός κόσμος είναι αυτά τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και τίποτα άλλο.
Τώρα φανταστείτε ξαφνικά να έμπαινε ένας άνθρωπος στο δωμάτιο, να του έκλεινε τον υπολογιστή και να τον έβγαζε έξω στο δρόμο. Πώς νομίζετε ότι θα αντιδρούσε;
Σίγουρα θα ήταν τρομαγμένος και δεν θα καταλάβαινε τίποτα· μα όταν θα συνειδητοποιούσε ότι ζούσε τόσα χρόνια αποκλεισμένος από την κοινωνία και από την πραγματικότητα, όταν θα συνειδητοποιούσε ότι τόσα χρόνια δεν κατάφερε να κάνει τίποτα, ότι έχασε την μισή του ζωή τσάμπα χωρίς καν να ξέρει την πραγματικότητα, πιστεύω ότι δεν φτάνουν οι λέξεις για να αποδώσουμε την κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν.
Δυστυχώς αυτή είναι η σύγχρονη αλληγορία του σπηλαίου, πολλοί άνθρωποι «κλείνονται» στο διαδίκτυο και στα ηλεκτρονικά παιχνίδια και δεν συνειδητοποιούν ότι η ζωή τους και η παιδική τους ηλικία περνάει χωρίς να καταφέρουν να φτιάξουν αληθινές φιλίες, οικογένεια, καριέρα· χωρίς να καταφέρουν να ζήσουν.
Καρατζά Αντζελίνα, Β1

Είναι αλήθεια ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή, όπου η τεχνολογία και οι δυνατότητές της αναπτύσσονται με ταχύτατους ρυθμούς. Έτσι, μετά από 200 χρόνια όλοι οι άνθρωποι -ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και οικονομικής κατάστασης- θα ζουν σε υπερσύγχρονες κατοικίες. Από εκεί θα εργάζονται , θα καλύπτουν τις βαθύτερες ανάγκες τους και θα έχουν βοηθούς-ρομπότ που θα τους υπηρετούν. Επομένως, δεν θα χρειάζεται καν να βγαίνουν από το σπίτι τους. Αυτή ακριβώς λοιπόν είναι η ζωή μιας οικογένειας που ζει τον 23ο αιώνα. Μια μέρα όμως, ένα από τα μικρότερα μέλη της οικογένειας, βρίσκεται κοντά στο μικρό παράθυρο του σπιτιού που καταλάθος είναι ανοιχτό. Από εκεί γλιστράει και πέφτει στην αυλή. Μόλις σηκώνεται αντικρίζει την ομορφιά του πραγματικού κόσμου και της φύσης, η οποία χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου βρίσκεται πλέον στα μεγαλεία της. Με την είσοδό του στο σπίτι, προσπαθεί να μεταφέρει στους γονείς του και στα αδέρφια του την όψη του πραγματικού κόσμου. Εκείνοι όμως, συνηθισμένοι στον εικονικό κόσμο,  δεν καταλαβαίνουν τα λεγόμενά του, το αποπαίρνουν και συνεχίζουν τη ζωή τους… Ή μήπως όχι;
Γιώργος Γεροντής, Β1            

Κάποτε, πριν εκατοντάδες χρόνια υπήρχε μια φυλή η οποία αποτελούνταν από ανθρώπους που δεν είχαν την όρασή τους, δηλαδή ήταν τυφλοί. Εξαιτίας όμως της ανικανότητάς τους να δουν, μετανάστευαν συνεχώς καθώς δεν μπορούσαν να απολαύσουν τα οφέλη κάθε περιοχής, δεν μπορούσαν να παρατηρήσουν, να αισθανθούν όλα αυτά που τους περιέβαλαν. Έτσι, αναζητώντας το μέρος που θα τους προσέφερε ό,τι δεν έβρισκαν στα υπόλοιπα, έφτασαν στην Αρχαία Αθήνα όπου συνάντησαν μια παράξενη ομάδα ανθρώπων, τους φιλοσόφους. Αν και δεν μπορούσαν να τους δουν, τους άκουγαν· κι αυτά που άκουγαν τους φάνηκαν πρωτόγνωρα, αλλά συνάμα ενδιαφέροντα. Στην αρχή βέβαια φοβούνταν και ήταν αρνητικοί στα λεγόμενά τους και μάλιστα τους περιγελούσαν. Μια μέρα όμως, ένας από αυτούς αποφάσισε να κάνει πράξη τα λόγια των σοφών και ξαφνικά ένιωσε ένα φως να τον θαμπώνει και βρήκε την όρασή του. Αντίκρισε την αλήθεια και είδε τα επιτεύγματα του ανθρώπινου νου και τη φύση. Εντυπωσιάστηκε και έσπευσε αμέσως να το πει στους συμπολίτες του, οι οποίοι αρχικά τον θεώρησαν ανόητο. Στη συνέχεια όμως πείστηκαν από τις περιγραφές του για τον πραγματικό κόσμο. Στο τέλος, όταν όλοι μαζί ευχαρίστησαν τους φιλοσόφους που με το φως τους, τους έδωσαν την όρασή τους, εκείνοι αποκρίθηκαν πως η λάμψη αυτή, η λάμψη της γνώσης υπήρχε μέσα τους, απλώς έπρεπε οι ίδιοι να την ανακαλύψουν.
Ευαγγελία Γεροντή, Β1

Πριν λίγους μήνες μπήκαμε στο 2020. Ένα βήμα ακόμα πιο κοντά στην τεχνολογία, η οποία σκοπό έχει να κάνει ευκολότερη τη ζωή του ανθρώπου. Ποιος μπορεί άλλωστε να αμφισβητήσει τα οφέλη της σε πολλούς τομείς, όπως: υγεία, επικοινωνία και άλλα.;
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι όμως, εθίζονται στα οφέλη της και νιώθουν ευτυχισμένοι ή τυχεροί που η ζωή τους γίνεται πιο άνετη. Η «σπηλιά» της εποχής μας, που μας περιορίζει και μας απομακρύνει από τον πραγματικό κόσμο, είναι η τεχνολογία με τις οθόνες των υπολογιστών και τις τηλεοράσεις. Άτομα κάθε ηλικίας, προσηλωμένα με τις ώρες μπροστά από ένα υπολογιστή να αναζητούν ό, τι μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Ακόμα και φίλους, ναι φίλους, γιατί στις μέρες μας δεν «λέει» να μην έχεις «ιντερνετικούς» φίλους, να μην βγάζεις στη δημοσιότητα όλα τα προβλήματα, τις ανησυχίες σου, τα οικογενειακά σου πολλές φορές. Ψάχνουμε προϊόντα καινούρια, τα οποία αν και στην πραγματικότητα μας είναι εντελώς άχρηστα, «πρέπει» να τα αποκτήσουμε, αφού προβάλλονται τόσο πολύ στην τηλεόραση και θεωρούμε ότι είναι «άριστα».
Οι άνθρωποι όμως, πρέπει να απελευθερωθούμε από τα δεσμά της τεχνολογίας και να φτάσουμε στο φως. Δηλαδή να καθόμαστε δίπλα-δίπλα με τους φίλους μας, να συζητάμε μαζί τους, να κάνουμε βόλτες, να περπατάμε. Γενικά να ΖΟΥΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ. Να αποκτούμε ασχολίες που δεν γίνονται μπροστά από έναν υπολογιστή. Δεν χρειάζεται να γυρίσουμε πίσω δεκαετίες. Όχι. Απλά πρέπει να καταλάβουμε ότι η αληθινή ζωή δεν είναι αυτή που θέλουν να μας κάνουν κάποιοι (για δικό τους όφελος) να πιστεύουμε, γιατί έτσι οδηγούμαστε στην απομόνωση από το κοινωνικό σύνολο και την οικογένεια, στον καταναλωτισμό και σε ψυχικές ασθένειες.
Ιωάννα Λιουδάκη, Β2

Το 1990 ο πρωταγωνιστής μας γεννήθηκε σε μία απ' τις πολλές περιοχές της Αθήνας και αποτελούσε το τρίτο παιδί της οικογένειάς του. Ο Θησέας λοιπόν (αυτό είναι το όνομά του) ήρθε στον κόσμο σε μία περίοδο όπου η προσοχή των γονέων του ήταν στραμμένη στα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του, τα οποία διένυαν τη δυσκολότερη φάση της ζωής τους γεμάτη ένταση, άγχος, πάθος και θυμό· την λεγόμενη εφηβεία.
  Παράλληλα, την εποχή εκείνη θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς ως το μεταβατικό στάδιο για την παγκοσμιοποίηση και τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας, μιας και η χώρα μας έκλεινε σχεδόν 10 χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το γεγονός αυτό επηρέασε τόσο την κοινωνία όσο και τα πρότυπά της.
  Ο ήρωάς μας λοιπόν, παραμελημένος όπως συχνά ένιωθε απ' την οικογένειά του και σοβαρά ανασφαλής αναζητούσε συνεχώς την επιβεβαίωση των συνομηλίκων του και από αντίδραση -απερισκεψία δεν έδινε καμία σημασία στα λεγόμενα των γονιών του. Όλα αυτά δεν μπορούσαν παρά να τον ωθήσουν στο να πάρει λάθος αποφάσεις, μεταξύ των οποίων ήταν η χρήση ναρκωτικών ουσιών.
  Ο Θησέας επιδιδόταν σ' αυτή του τη συνήθεια (διότι συνήθεια ήταν πια) όλο και πιο συχνά αλλά κυρίως σε στιγμές μοναξιάς, απογοήτευσης και θλίψης. Με την πάροδο του χρόνου η συνήθεια αυτή είχε γίνει εξάρτηση και οι ελάχιστες άλλοτε δύσκολες στιγμές είχαν γίνει πια  καθημερινότητα που έμοιαζε με ένα "συναισθηματικό αδιέξοδο" και συγκεκριμένα κάτι που θύμιζε κατάθλιψη ή μελαγχολία. Αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της καθημερινότητας ήταν η χαρακτηριστική του επιθετικότητα, τα αδικαιολόγητα νεύρα και μία ακόρεστη επιθυμία για τη δόση του. Όλος του ο κόσμος ήταν πια το πού, πότε και από ποιους θα προμηθευόταν αυτό που είχε γίνει τώρα ανάγκη. 
  Η ανάγκη αυτή ήταν τόσο έντονη στον κόσμο του Θησέα που τον οδήγησε να ψάχνει για τη δόση του μεσάνυχτα στις πόρτες των φίλων του. Οι περισσότεροι δεν άνοιξαν ποτέ, μερικοί τον εξύβριζαν, καθώς τον χτυπούσαν για να τον διώξουν, ενώ κάποιοι άλλοι έφτασαν στο σημείο να καλούν την αστυνομία. Μη γνωρίζοντας πού να πάει και τι να κάνει τριγυρνούσε ώρες ολόκληρες σε διάφορους δρόμους που δεν τους είχε ξαναδεί και εν τέλει κατέληξε σε ένα σκοτεινό σοκάκι πλημμυρισμένο από θλιμμένα, ταλαιπωρημένα και θυμωμένα πρόσωπα. Ξαφνικά αντίκρισε μπροστά του ένα απ' τα πρόσωπα που πριν από λίγο παρατηρούσε να έρχεται κατά πάνω του κρατώντας ένα αιχμηρό αντικείμενο το οποίο κατέληξε στην κοιλιά του, καθιστώντας τον ανήμπορο να σηκωθεί απ' το βρόμικο έδαφος που είχε προσγειωθεί. Ένας περαστικός τον μετέφερε στο νοσοκομείο κι' όταν επιτέλους ξύπνησε όλα γύρω του είχαν αλλάξει. 
  Ο κόσμος του είχε καταρρεύσει και στη θέση του ανοιγόταν ένας νέος δρόμος πολύ μεγάλος και δύσβατος… Ήταν όμως πολύ πιο όμορφος και πιο φωτεινός. Και είχε ως προορισμό τον πραγματικό του εαυτό, την υγεία του και πρόσωπα που πραγματικά τον αγαπούν!
 Ειρήνη Κοζύρη, Β1

Πόσες φορές αναρωτήθηκε κάνεις τον λόγο ύπαρξής του; Πόσες φορές δημιούργησε κάποιος τον λόγο ύπαρξής του; Πόσες φορές έκανε κάποιος την αυτοκριτική του να ασχοληθεί μόνο με τον εαυτό του, παρά με οποιονδήποτε άλλο; Πόσες φορές προσπάθησε κάποιος να πράξει τα "πιστεύω" και την κοσμοθεωρία του; Δεν ξέρω.
Αυτό όμως που σίγουρα ξέρω είναι δύο έφηβες κοπέλες. Τη Σοφία και την Ελπίδα. Δύο κοπέλες οι οποίες φαινομενικά είναι πολύ "ψαγμένες", πολύ cool τυπάκια γενικά, που ωστόσο στην πραγματικότητα είναι δύο σοβαροφανή κοριτσάκια που απλώς προσπαθούν να είναι "διαφορετικές" και "γνήσιες" σε αυτή τη δύσμοιρη κοινωνία που μαστίζει από αντίγραφα ανθρώπων και τυποποιημένες προσωπικότητες.
Μέχρι που ο Φώτης αποφάσισε να τους μιλήσει έξω απ' τα δόντια, παρουσιάζοντας τους αυτό που πραγματικά λαμβάνει από εκείνες.
Προφανώς η πρώτη ατάκα των κοριτσιών ήταν το πόσο προσβλήθηκαν από τα λεγόμενα του και ότι αν δεν ζήλευε δεν θα τις σχολίαζε καν. Στο μεταξύ ο Φώτης, είναι ένα ήσυχο και μετρημένο παιδί που λατρεύει την ειλικρίνεια και αγαπά την αλήθεια, την οποία όταν παρουσιάζει αποκτά ένα ιδιαίτερο και οξύ ύφος. Μια ιδιαιτερότητα του Φώτη που γνώριζαν καλά η Σοφία και η Ελπίδα... και ίσως αυτό να ήταν το κίνητρο για να βάλει η Σοφία σε σκέψεις, ώστε να επεξεργαστεί λίγο παραπάνω τα λόγια του Φώτη και να συνειδητοποιήσει πως η ζωή της περιβαλλόταν από ψεύτικες αξίες και ηρωικές κουβέντες που πότε δεν γίνονταν πράξη. Παράλληλα η Ελπίδα απαξίωνε πλήρως τον Φώτη ακόμα και όταν η Σοφία με λογικά επιχειρήματα προσπάθησε να της εξηγήσει αυτό που όντως συνέβαινε. Το αποτέλεσμα; Οι δύο πίστες φίλες τσακώθηκαν με κύρια υπαίτιο την Ελπίδα και την άρνησή της να παραδεχτεί πως ήταν λάθος. Έτσι η Σοφία επέλεξε συνειδητά να αναζητήσει τον εαυτό της, σε αντίθεση με την Ελπίδα που είχε απομείνει με την ελπίδα της ουτοπικής της πραγματικότητας.
 Ιωάννα Κουτουλάκη, Β1

Πολλά πράγματα είναι ικανά να σε κρατούν στα σύννεφα, αλλά με ένα ανοιγόκλειμα των ματιών σου μπορεί να αρχίσεις να πέφτεις και να κάνεις ελεύθερη  πτώση στο κενό χωρίς να ξέρεις από που να πρωτοπιαστείς, όπως το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, το ίντερνετ και τα  ψέματα των άλλων. Η αλληγορία του Πλάτωνα λαμβάνει χώρα σε κάθε κοινωνικό σύνολο. Ας πάρουμε για παράδειγμα τους δύο πρώτους παράγοντες μηδενικής βαρύτητας στα σύννεφα. Αν κάποιος μη αλκοολικός έδειχνε σε κάποιο λάτρη του ποτού τη ζωή χωρίς τις «αλυσίδες» του αλκοόλ θα άλλαζαν τα πάντα και θα είχαν πιο πολύ νόημα, ακόμα και αν οι «φίλοι» του τον χλεύαζαν. Επίσης, το ίντερνετ και κυρίως τα κοινωνικά δίκτυα έχουν την τάση να δημιουργούν το αίσθημα της απόρριψης σε όσους δεν φιρμάρουν το «νέο», το «μοντέρνο» και το «αποδεκτό».  Και τέλος τα ψέματα των άλλων σχηματίζουν το σκοτεινό σπήλαιο και οι σκιές αποτελούν τα παραφρασμένα λόγια των άλλων. Εν τέλη, αν απαλλαγούμε από όλα αυτά, ένας διαφορετικός κόσμος ανοίγεται μπροστά στα μάτια μας και γινόμαστε ικανοί να δούμε την αλήθεια.     
Δέσποινα Κοφινάκη, Β1

Κάποτε σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας βασιλιάς μαζί με τους υπηκόους του. Αυτός είχε καταφέρει να δομήσει την κοινωνία τόσο καλά, ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια για σφάλματα. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν κάθε πρωί και πήγαιναν στις δουλειές τους, εκτελώντας το εξαντλητικό ωράριό τους. Όταν γύριζαν σπίτι, η μόνη πηγή διασκέδασης που επιτρεπόταν ήταν η τηλεόραση. Έτσι, την άνοιγαν και έβλεπαν όλα τα προϊόντα που προβάλλονταν, με τις πολύχρωμες συσκευασίες, οι οποίες τους προδιέθεταν να τα αγοράσουν, ακόμα και αν δεν ήταν απαραίτητα. Και ξαφνικά, ένιωθαν χαρούμενοι και χαλαροί και ξεκούραστοι. Μέσα σε μια στιγμή ξεχνούσαν το άγχος και την πίεση της καθημερινότητας και  απολάμβαναν τα αγαθά που περνούσαν μπροστά από τα μάτια τους και τους υπόσχονταν ότι θα κάνουν τη ζωή τους καλύτερη. Και οι άνθρωποι, βέβαια, αγόραζαν αυτά τα προϊόντα γιατί ήταν σίγουροι ότι είχαν βρει την πραγματική ευτυχία, το νόημα της ζωής. Όμως, μια μέρα κάποιοι από αυτούς έφυγαν από εκεί. Ταξίδευαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αρκετό για να αρχίσουν να ασχολούνται με τον εαυτό τους και να αμφισβητούν διάφορες ιδέες και αξίες. Όταν, επιτέλους, επέστρεψαν πίσω, συνειδητοποίησαν ότι αυτά που προβάλλονταν στην τηλεόραση -ενώ κάποτε τους έκαναν να αισθάνονται ολοκληρωμένοι- ήταν εντελώς ασήμαντα. Τότε, έσπευσαν να ενημερώσουν τους συμπολίτες τους οι οποίοι όχι μόνο δεν τους πίστεψαν, αλλά τους θεώρησαν ανόητους. Εκείνοι, όμως, δεν πτοήθηκαν. Ήξεραν ότι χρέος τους ήταν να επιμείνουν. Μέχρι που μια μέρα, ο βασιλιάς έμαθε ότι αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούσαν να υπονομευόσουν το τόσο καλά δομημένο σύστημά του και, όποιος ήταν αντίθετος με αυτό έπρεπε να τιμωρηθεί. Έτσι κι έγινε.
Μαρία Γεροντή, Β1

Η αλληγορία του σπηλαίου μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλές περιπτώσεις και παραδείγματα της σύγχρονης ζωής. Ένα από αυτά είναι και το καταναλωτικό, υλιστικό πρότυπο ζωής.
Για παράδειγμα πολλοί άνθρωποι στις μέρες μας συνηθίζουν να  καλύπτουν ουσιαστικές ανάγκες τους σε υλικά αγαθά. Γίνονται δηλαδή δεσμώτες των ψεύτικων αναγκών που δημιουργούν η διαφήμιση και το οικονομικό σύστημα. Αυτές είναι οι αλυσίδες τους, μαζί με την δική τους πλεονεξία και ματαιοδοξία. Προσπαθώντας να αποκτήσουν υλικά αγαθά απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον ήλιο, δηλαδή την αλήθεια και την ευτυχία.
Αυτό μας θυμίζει την εικόνα ενός παιδιού που μαζεύει δώρα, αλλά παρόλα αυτά δεν είναι χαρούμενο και ξαφνικά αποφασίζει να δώσει κάποια από αυτά σε άλλα παιδιά και νιώθει απίστευτη ικανοποίηση. Αυτό συμβαίνει γιατί έφτασε στην ιδέα του αγαθού και της πραγματικής ευτυχίας.
Μαρία Φυτρολάκη, Β3

Ας φανταστούμε πως έχουμε μια σκοτεινή σπηλιά, η οποία θα αντιπροσωπεύει την " κακή " πλευρά της τεχνολογίας. Μέσα σε αυτή τη σπηλιά θα τοποθετήσουμε τους ανθρώπους ή δεσμώτες οι οποίοι είναι αυτοί που είναι εξαρτημένοι και θεοποιούν την τεχνολογία.
Αυτοί, λοιπόν, έχουν αλυσίδες στα χέρια, στα πόδια και στο σβέρκο για να μην μπορούν να κοιτάξουν πουθενά αλλού εκτός από ίσια μπροστά. Αυτές οι αλυσίδες είναι η κοινωνία, η οποία οδηγεί τους ανθρώπους σε αυτή την εξάρτηση. Ίσια μπροστά παρουσιάζονται σκιές και ακούγονται ήχοι τα οποία θα μπορούσαν να είναι τα βίντεο, οι φωτογραφίες και οι ανέσεις της τεχνολογίας. Οι δεσμώτες βλέποντας αυτές τις σκιές όλη τους τη ζωή νομίζουν πως είναι τα αληθινά πλάσματα, τοπία και πιστεύουν πως έχουν δει τα πάντα στη ζωή τους. Τώρα ας φανταστούμε πως ένας από αυτούς τους δεσμώτες καταφέρνει να λυθεί και να βγει στον φωτεινό κόσμο ο οποίος είναι γεμάτος ζωντάνια και φως μαζί με τη φύση και τους ανθρώπους. Έτσι θα καταλάβαινε πως αυτός είναι ο αληθινός κόσμος και πως ίσως θα έπρεπε να βοηθήσει και τους όμοιούς του να το καταλάβουν, άρα θα επιστρέψει πίσω για να τους εξηγήσει την πραγματικότητα.  Εκείνοι όμως θα τον χλευάζουν και θα γυρίσουν πίσω στην τεχνολογία, αγνοώντας τον. Τότε αυτός θα αποφασίσει να γυρίσει στον κόσμο με τον Ήλιο και τη φύση έχοντας την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα "ξυπνήσουν" και οι όμοιοι του και θα απολαύσουν την αληθινή ζωή.
Μιχάλης Σφακιανάκης, Β3

Ήταν απόγευμα· περπατούσα μόνος μου από την πλατεία Αττικής στο σπίτι μου. Με σταμάτησε ένα περιπολικό και μου έκαναν νόημα να πλησιάσω. Προφανώς είδαν ότι έχω σκούρο δέρμα και είπαν να με ελέγξουν. Τους έδωσα το δελτίο αιτούντος άσυλο και τους εξήγησα ότι πηγαίνω σπίτι μου. Απαίτησαν με άσχημο τρόπο να πάω μαζί τους στο τμήμα. Μου πέρασαν χειροπέδες και με έβαλαν στο πίσω κάθισμα του περιπολικού με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια. Ο ένας έπιανε το χέρια μου πίσω από την πλάτη και τα τράβαγε προς τα πάνω. Φώναζα ότι πονούσα , κανένας όμως δε μου έδινε σημασία. Το βασανιστήριο συνεχίστηκε όταν φτάσαμε στο τμήμα. Μου ζήτησαν να γδυθώ τελείως, να σκύψω, να βήξω, για να ελέγχουν αν κρύβω κάτι παράνομο. Έλεγξαν μέχρι και τα γενετικά μου όργανα. Όλες αυτές οι σκηνές γίνονταν με βίαιο τρόπο. Στη συνέχεια, πήραν τα χαρτιά για να τα ελέγξουν. Κάποια στιγμή είδαν ένα χαρτί που είχα πάρει από το νοσοκομείο. Είμαι φορέας του ιού AIDS. Άρχισαν να με βρίζουν και να με φτύνουν γιατί φοβόντουσαν να με ακουμπήσουν. Πανικόβλητοι έπλεναν τα χέρια με τους χλωρίνη. Δεν ήξεραν ούτε πως μεταδίδεται. Δε μπορούσα να τους εξηγήσω διότι μου φώναζαν λέγοντας μου ότι πρέπει να γυρίσω στη χώρα μου, διότι είμαι απειλή για αυτούς και τις οικογένειες. Έβαλα τα κλάματα, μέσα μου σκεφτόμουν " Δεν κολλάτε έτσι ηλίθιοι". Ευτυχώς φοβήθηκαν τόσο πολύ που δε χρειάστηκε να κάτσω άλλο. Με πέταξε ένας έξω από το τμήμα φορώντας γάντια. Ήξερα μέσα μου ότι δεν είχα σκοπό να βλάψω κανέναν. Δε φταίω εγώ που εκείνοι είναι παγιδευμένοι στον κόσμο των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων...
Παολίνα Ισλάμι, Β1

Κάπου υπήρχε ένα ξεχωριστά όμορφο μέρος όπου θα μπορούσε  να αναπτυχθεί και να γίνει γνωστό σε όλους. Βέβαια υπήρχε ένα μοναδικό και απροσπέλαστο εμπόδιο το οποίο ήταν οι ίδιοι οι κάτοικοι που είχαν μετατραπεί σε σκλάβους της λογικής. Δεν αποδέχονταν τίποτα  διαφορετικό από αυτά που γνώριζαν από τους παλαιότερους. Απαγορεύονταν η φαντασία και η δημιουργικότητα. Τα όνειρα ήταν μια επίγεια παραδεισένια φυλακή που οι κρατούμενοι αρνούνταν να εγκαταλείψουν. Παρόλα αυτά υπήρχε ένας άνθρωπος του οποίου το πνεύμα ήταν εφευρετικό και δραστήριο. Αμφισβητούσε και δημιουργούσε καινούρια πράγματα και ιδέες που όλοι απέρριπταν υποτιμητικά, γιατί τις θεωρούσαν επικίνδυνα διαφορετικές και περιττές ακόμα και αν εξέλισσαν τη ζωή και το πνεύμα τους. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να ταξιδέψει μακριά από όλους· στον αδιάφορο για τους άλλους άλλα απίστευτα ελκυστικό για αυτόν έξω κόσμο. Ήξερε ότι παραβίαζε έναν κανόνα της κοινότητας του, άλλα δεν τον ένοιαζε… Στην αρχή τα πράγματα ήταν δύσκολα· τρομοκρατήθηκε από τους άλλους ανθρώπους και δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί. Κάθε μέρα γνώριζε και ένα καινούριο κομμάτι των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Τελικά  κατάφερε να προσαρμοστεί και να εφαρμόσει όλες αυτές τις ιδέες του και σταμάτησε να νιώθει περιττός και αδύναμος. Κάποια στιγμή σκέφτονταν εάν  έπρεπε να επιστρέψει και να ενημερώσει τους υπόλοιπους. Το έκανε και μερικοί τον θαύμασαν, ενώ άλλοι συνέχισαν να ζουν στον μικρόκοσμο τους.
Μαριλένα Μακράκη, Β2

Πριν πολλά χρόνια, κάπου πολύ μακριά από εδώ, σε ένα μέρος άγνωστο, υπήρχε μια πολιτεία που οι άνθρωποι δεν είχαν δει ποτέ τα χρώματα, μόνο άσπρο και μαύρο. Ζούσαν μια μουντή ασπρόμαυρη ζωή χωρίς χρώμα.
Γύρω από την πόλη υπήρχε ένας τοίχος που από μικροί μάθαιναν ότι απαγορεύεται να τον περάσουν. Κανείς δεν έδινε σημασία για το τι βρισκόταν πίσω από αυτόν, εκτός από ένα παιδί που ποτέ δεν πίστεψε ότι αυτή η πόλη είναι αληθινή. Μια μέρα αποφάσισε ότι δεν αντέχει να ζει άλλο έτσι. Ξεκίνησε λοιπόν να ψάχνει πως θα περάσει τον ψηλό τοίχο. Ρώτησε τους φίλους του, όμως κανείς δεν ήθελε να τον ακολουθήσει. Όλοι του έλεγαν ακριβώς το ίδιο πράγμα: «Όποιος προσπάθησε να τον περάσει, δεν γύρισε ποτέ πίσω». Αυτός όμως δεν δείλιασε και έπειτα από αρκετό ψάξιμο βρήκε τον τρόπο που θα τον οδηγούσε έξω από την πόλη. Αυτό που είδε πίσω από τον πελώριο ασπρόμαυρο τοίχο, τον άφησε άφωνο. Δέντρα, πουλιά, λουλούδια όλα με χρώματα που ο νους του δεν μπορούσε να χωρέσει. Ήταν όλα τόσο μαγικά που εκείνη την στιγμή κατάλαβε γιατί ποτέ κανείς που κατάφερνε να βγει δεν γύριζε πίσω. Όμως αυτός μετά από πολύ σκέψη αποφάσισε ότι δεν θέλει να το κρατήσει κρυφό από τους συμπολίτες και τους φίλους του. Γύρισε λοιπόν, μα μάταιος κόπος· κανείς δεν τον πίστεψε, όλοι τον περνούσαν για τρελό. Αυτός μη μπορώντας να κάνει κάτι καλύτερο για αυτούς και αφού πλέον είχε βρει αυτό που τον έκανε χαρούμενο, γύρισε πίσω και έζησε μια ζωή με χρώμα και ευτυχία χωρίς να τον νοιάζει αν θα κριθεί για αυτή του την πράξη.
Μαρτίνα Γαρεφαλάκη, Β1

Το 1990 ο πρωταγωνιστής μας γεννήθηκε σε μία απ' τις πολλές περιοχές της Αθήνας και αποτελούσε το τρίτο παιδί της οικογένειάς του. Ο Θησέας λοιπόν (αυτό είναι το όνομά του) ήρθε στον κόσμο σε μία περίοδο όπου η προσοχή των γονέων του ήταν στραμμένη στα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του, τα οποία διένυαν τη δυσκολότερη φάση της ζωής τους γεμάτη ένταση, άγχος, πάθος και θυμό· την λεγόμενη εφηβεία.
  Παράλληλα, την εποχή εκείνη θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς ως το μεταβατικό στάδιο για την παγκοσμιοποίηση και τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας, μιας και η χώρα μας έκλεινε σχεδόν 10 χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το γεγονός αυτό επηρέασε τόσο την κοινωνία όσο και τα πρότυπά της.
  Ο ήρωάς μας λοιπόν, παραμελημένος όπως συχνά ένιωθε απ' την οικογένειά του και σοβαρά ανασφαλής αναζητούσε συνεχώς την επιβεβαίωση των συνομηλίκων του και από αντίδραση -απερισκεψία δεν έδινε καμία σημασία στα λεγόμενα των γονιών του. Όλα αυτά δεν μπορούσαν παρά να τον ωθήσουν στο να πάρει λάθος αποφάσεις, μεταξύ των οποίων ήταν η χρήση ναρκωτικών ουσιών.
  Ο Θησέας επιδιδόταν σ' αυτή του τη συνήθεια (διότι συνήθεια ήταν πια) όλο και πιο συχνά αλλά κυρίως σε στιγμές μοναξιάς, απογοήτευσης και θλίψης. Με την πάροδο του χρόνου η συνήθεια αυτή είχε γίνει εξάρτηση και οι ελάχιστες άλλοτε δύσκολες στιγμές είχαν γίνει πια  καθημερινότητα που έμοιαζε με ένα "συναισθηματικό αδιέξοδο" και συγκεκριμένα κάτι που θύμιζε κατάθλιψη ή μελαγχολία. Αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της καθημερινότητας ήταν η χαρακτηριστική του επιθετικότητα, τα αδικαιολόγητα νεύρα και μία ακόρεστη επιθυμία για τη δόση του. Όλος του ο κόσμος ήταν πια το πού, πότε και από ποιους θα προμηθευόταν αυτό που είχε γίνει τώρα ανάγκη. 
  Η ανάγκη αυτή ήταν τόσο έντονη στον κόσμο του Θησέα που τον οδήγησε να ψάχνει για τη δόση του μεσάνυχτα στις πόρτες των φίλων του. Οι περισσότεροι δεν άνοιξαν ποτέ, μερικοί τον εξύβριζαν, καθώς τον χτυπούσαν για να τον διώξουν, ενώ κάποιοι άλλοι έφτασαν στο σημείο να καλούν την αστυνομία. Μη γνωρίζοντας πού να πάει και τι να κάνει τριγυρνούσε ώρες ολόκληρες σε διάφορους δρόμους που δεν τους είχε ξαναδεί και εν τέλει κατέληξε σε ένα σκοτεινό σοκάκι πλημμυρισμένο από θλιμμένα, ταλαιπωρημένα και θυμωμένα πρόσωπα. Ξαφνικά αντίκρισε μπροστά του ένα απ' τα πρόσωπα που πριν από λίγο παρατηρούσε να έρχεται κατά πάνω του κρατώντας ένα αιχμηρό αντικείμενο το οποίο κατέληξε στην κοιλιά του, καθιστώντας τον ανήμπορο να σηκωθεί απ' το βρόμικο έδαφος που είχε προσγειωθεί. Ένας περαστικός τον μετέφερε στο νοσοκομείο κι' όταν επιτέλους ξύπνησε όλα γύρω του είχαν αλλάξει. 
  Ο κόσμος του είχε καταρρεύσει και στη θέση του ανοιγόταν ένας νέος δρόμος πολύ μεγάλος και δύσβατος… Ήταν όμως πολύ πιο όμορφος και πιο φωτεινός. Και είχε ως προορισμό τον πραγματικό του εαυτό, την υγεία του και πρόσωπα που πραγματικά τον αγαπούν!
 Ειρήνη Κοζύρη, Β1


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου