Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

Six Feet Under


Six Feet Under
«Γιώργο, κρυώνω. » Ξεροκατάπιε. Την άκουσε, μα δεν αντέδρασε. Αλλά έπρεπε να αντιδράσει, έτσι δεν είναι; Έπρεπε να σηκώσει τα χέρια του και να την αγκαλιάσει. Έπρεπε να την κρατήσει κοντά του. Έτσι δεν είναι;
Δεν μπορεί να κουνήσει τα χέρια του. Δεν νιώθει τα πόδια του. Μα γέρνει λίγο στο πλάι, και ακουμπάει το κεφάλι του στον ώμο της. Πρέπει να τη βοηθήσει. Πρέπει να μείνει ξύπνια. Πρέπει να την κρατήσει ζεστή.
Τα μισόκλειστα μάτια της κλείνουν εντελώς. Χαζέ, είναι τόσο χαζός. Την σπρώχνει. Λυπάμαι, αγάπη μου, αλήθεια δε θέλω να σε πονέσω. «Μη…» Δεν είναι καν ψίθυρος. Είναι μια σιγανή κραυγή. Μια ασήμαντη, σιγανή κραυγή απ’ το βάθους του λαιμού του.
Τα μάτια της ανοίγουν πάλι, και πονάει τόσο πολύ που απλά κάθεται και τη βλέπει. Κουνήσου, λέει στον εαυτό του. Κούνησε τα χέρια, τα πόδια, το σώμα σου, κάνε κάτι γαμώτο.
Μα δεν γίνεται τίποτα. Απλά κοιτάει. Περνάει η ώρα κι αυτός απλά κάθεται. Η μελαχρινή επιδερμίδα της έχει γίνει κάτασπρη σαν τη φυλακή τους. Κουνήσου γαμώτο. Σκέψεις, μόνο σκέψεις είναι.
Τα σώματά τους δεν τρέμουν πλέον. Τα δόντια τους δεν κροταλίζουν πια. Ίσως να πίστευε πως θα την έβγαζαν καθαρή πριν από- πόση ώρα έχει περάσει; Δύο ώρες; Τρείς; Δεν ξέρει.
Δεν θα τη βγάλουμε καθαρή, σκέφτεται. Η καρδιά του αρχίζει πάλι και χτυπά γρηγορότερα. Τι παιδεύεσαι; Τελείωσε, τελείωσαν όλα. Η καρδιά του συνεχίζει. Το χαβά της αυτή. Σαν να θέλει να πηδήξει από μέσα του, να περάσει μέσα απ’ το στήθος του και να φύγει.
Και που να πάει; Τι χαζή που είναι η καρδιά. Αν δεν ήταν αυτή, δεν θα είχαν φτάσει εδώ που φτάσανε. Αν δεν ήταν η καρδιά, δεν θα έσβηναν τώρα. Για όλα αυτή φταίει.
Αυτή είναι που άφησε μια άγνωστη να την αγγίξει, αυτή ήταν που την άφησε να την μαχαιρώσει. Αυτή είναι που δεν άφηνε λεπτό τα μάγουλά του ν’ αναπνεύσουν, μόνο τα ’πνιγε με περισσότερα δάκρυα. Αυτή είναι που βρήκε παρηγοριά στην Αθηνά.
Η καρδιά είναι που ήθελε να νιώσουν ζωντανοί. Ωραία θα’ ναι, έλεγαν. Η μυστική μας εκδρομούλα θα’ ναι, έλεγαν. Μα πόσο χαζός ήταν πια; Τι το ’θελε το κρύο ενώ πάντα προτιμούσε τη ζέστη; Για όλα η καρδιά φταίει.
Και δεν σταματάει. Εκεί, χτυπάει. Και μπαίνει φως και γεμίζει το σκοτάδι. Και η καρδιά χτυπάει. Και χέρια τον πιάνουν και τον τραβούν επάνω. Και αυτή ακόμη χτυπά.
Και ξυπνάει κάτω από λευκά σεντόνια. Και η καρδιά του συνεχίζει και χτυπάει. Και του μιλάνε άγνωστοι, αλλά αυτός δε μιλάει. Είναι κι αυτή στο φως ή είναι ακόμη στο σκοτάδι; Κι αν είναι ακόμη κάτω από το χιόνι;
Τρέμει κι η καρδιά του χτυπάει δυνατότερα. Δεν σταματάει ούτε δευτερόλεπτο. Χτυπάει, κι εκείνος φοβάται… η καρδιά της Αθηνάς, άραγε χτυπάει;


Ελευθερία Δραμητινού, Β1

5 σχόλια: