Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Το αδέσποτο


Οι μέρες περνούσαν. Το κρύο και η παγωνιά με έκαναν να νιώθω ακόμα πιο μόνος μου μέσα στο χάρτινο κουτί μου. Άνθρωποι πήγαιναν πάνω κάτω για να τελειώσουν τα γιορτινά ψώνια. Κανείς δε νοιαζόταν για το μικροκαμωμένο σκυλάκι που ζητιάνευε για μια μπουκιά φαγητό. Πήγαινα από καφετέριες σε εστιατόρια, αλλά κανείς δε με λυπόταν. Άλλη μια μέρα νηστικός να μασουλάω την κούτα μου για να ξεχάσω την πείνα.
Πεινούσα. Πεινούσα πολύ. Αποφάσισα λοιπόν να πάω σε άλλη περιοχή της πόλης για να δω αν θα έχω τύχη εκεί. Για καλή μου τύχη, είχε ανοίξει μία καινούρια καφετέρια. Ήλπιζα να μου δώσει κάποιος κάτι να φάω. Μια κυρία βγήκε και με είδε. Αμέσως μπήκε μέσα και ξαναβγήκε με νόστιμες λιχουδιές. Όλες για μένα! Φοβόμουν όμως να πλησιάσω διότι τόσο καιρό στον δρόμο έχω δει πολλά. Μου είπε ότι δεν έχω λόγο να φοβάμαι και έφυγε. Πήγα γρήγορα και έφαγα όλες αυτές τις λιχουδιές. Το στομαχάκι μου γέμισε, αλλά ήταν αργά και δεν ήθελα να επιστρέψω στην κούτα μου. Φοβόμουν. Από την κούραση κατάφερα να φτάσω στο κοντινότερο στενό και εκεί αποκοιμήθηκα. Το πρωί ξύπνησα από την μυρωδιά του κρέατος. Η κυρία στεκόταν στην είσοδο της καφετέριας και κρατούσε στα χέρια της κοτόπουλο. Μου το έδωσε και πήγε να ανοίξει την καφετέρια. Από ό,τι κατάλαβα ήταν η ιδιοκτήτρια. Έτσι αποφάσισα να μείνω σε αυτή την γειτονιά για να έχω σίγουρο το φαγητό μου.
Αφού έφαγα, πήγα να γνωρίσω την περιοχή και να δω αν υπάρχουν άλλα ζώα. Ήθελα να σιγουρευτώ ότι θα είμαι ο μόνος που θα ταΐζει η κυρία. Από δω και πέρα θα την έλεγα κυρία μου.
Η κυρία μου είναι πολύ καλή και νοιάζεται για μένα. Μετά από μερικές μέρες την άφησα να με χαϊδέψει και να μου βάλει ένα σχοινάκι για να μην με πάρει ο μπόγιας.
Ο καιρός πέρασε. Πέρασε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Χειμώνας και πάλι... Πάλι κρύο, πάλι μοναξιά. Σήμερα η κυρία μου δεν μου είχε φέρει ακόμα τις σκυλολιχουδιές μου, όπως τις λέει. Ξαφνικά την βλέπω να βγαίνει από το αμάξι της. Έτρεξα αμέσως να την καλωσορίσω. Τότε εκείνη σκύβει και με ρωτάει αν είμαι είμαι έτοιμος να πάω στο σπίτι μου... Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Με έβαλε στο αμάξι και πήγαμε σε μια γειτονιά που δεν την είχα ξαναδεί. Μπήκαμε σε ένα κτήριο και μου είπε πως στον 1ο όροφο θα μένω από εδώ και πέρα.
Μπήκα μέσα με επιφυλάξεις. Αμέσως ένιωσα τη ζεστασιά από το τζάκι. Πήγαμε στο δωμάτιο, που όπως είπε, ήταν δικό μου. Εκεί βρήκα κρεβάτι, παιχνίδια και δύο μπολ με φαγητό και νερό. Από 'δω και πέρα ήμουν στο σπίτι μου.
Α! Δε σας είπα πώς με λένε. Είμαι ο Μαξ και είμαι ένα χαρούμενο σκυλάκι!

Πολλά σκυλιά ζουν και πεθαίνουν στο δρόμο. Γεννιούνται είτε στο δρόμο είτε τα παρατούν εκεί. Επιβιώνουν μέσα σε άθλιες συνθήκες και κάθε μέρα χιλιάδες από αυτά πεθαίνουν από αρρώστιες, κρύο, πείνα, φόλες, κακοποίηση και άλλα πολλά. Δεν τους αξίζει. Τα ζώα μάς αγαπούν χωρίς να θέλουν πολλά. Το μόνο που ζητούν είναι μια καλύτερη ζωή και μόνο εμείς μπορούμε να τους τη δώσουμε.

Ελίζα Δετοράκη - Λουμάι, Α1


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου